Άρθρο 24, 09.06.2025

Η εκτός της Εκκλησίας δράσις του Αγίου Πνεύματος

α’. Άγιον Πνεύμα και Εκκλησία.

Η ζωή και η ύπαρξις της Εκκλησίας συνδέονται στενώτατα προς την εν αυτή παρουσίαν του Αγίου Πνεύματος. Η Πεντηκοστή, κατά την οποί­αν απεστάλη το Άγιον Πνεύμα εις τους αποστόλους, ίνα μένη εις τον αιώνα μετ’ αυτών και οδηγή αυτούς εις πάσαν την αλήθειαν, αποτελεί την γενέθλιον της Εκκλησίας ημέραν· “ει μη Πνεύμα παρήν, ουκ αν συνέστη η Εκ­κλησία, ει δε συνίσταται η Εκκλησία, εύδηλον ότι το Πνεύμα πάρεστιν”, παρατηρεί ο ιερός Χρυσόστομος εις ομιλίαν του εις την Πεντηκοστήν. Η εσωτέρα υφή και δομή της Εκκλησίας, η όλη υπόστασις αυτής είναι πνευ­ματική.

Ως προς την ιδιαιτέραν θέσιν, ην εν τη Εκκλησία έχουν ο Χριστός και το Άγιον Πνεύμα, διδάσκεται υπό των Πατέρων και υπό νεωτέρων περί Εκ­κλησίας και Πνεύματος καθορισμών ότι ο Χριστός αποτελεί την κεφαλήν, το δε Άγιον Πνεύμα την ψυχήν της Εκκλησίας, την ζωοποιούσαν το σώμα αυτής και συνδέουσαν τα μέλη προς την κεφαλήν και προς άλληλα.

Ιδιάζουσα ενέργεια του Πνεύματος εν τη Εκκλησία είναι η συνέχισις του απολυτρωτικού έργου του Κυρίου και η εις έκαστον των μελών αυτής μετάδοσις των καρπών της απολυτρώσεως. Άνευ της δράσεως του Αγίου Πνεύματος εν τη Εκκλησία η υπό του Χριστού πρόσληψις της ανθρωπίνης φύσεως, η αποκάθαρσις, η αφθαρτοποίησις και η θέωσις αυτής θα παρέμενον ψιλόν επίτευγμα άνευ σωτηριώδους αντικρύσματος ή, διά να χρησιμοποιήσωμεν άριστα εν προκειμένω αρμόζουσαν συνήθη φράσιν, θα παρέμενον “δώρον άδωρον”. Η διά του Χριστού επιτευχθείσα νίκη κατά του θα­νάτου και της αμαρτίας θα παρέμενεν απρόσιτον διά τον ασθενή άνθρωπον κατόρθωμα, εάν δεν διηγείρετο και δεν ενεδυναμούτο υπό του Πνεύματος. Αυτήν την έννοιαν έχει και ο αποκλεισμός της δυνατότητος της σωτηρίας εκτός της Εκκλησίας, το exrta ecclesiam nulla salus, ιδέα αναπτυχθείσα υπό πολλών Πατέρων και εκκλησιαστικών συγγραφέων. Χαρακτηριστικώς αναφέρομεν την γνώμην του Ωριγένους παρατηρούντος ότι αφ’ εαυτού, άνευ της ενεργείας των αγιαστικών της Εκκλησίας μέσων, ουδείς σώζεται, αλλά περιπίπτει εις τον θάνατον.

Διά τούτο και η περίοδος εν τη οποία εκδιπλούται η ζωή της Εκκλη­σίας χαρακτηρίζεται ως ο ιδιαίτερος χρόνος της ενεργείας του Αγίου Πνεύ­ματος· Ubi enim Ecclesia, ibi et Spiritus Dei, et ubi Spiritus Dei, illic Ecclesia et omnis gratia, κατά τον Άγιον Ειρηναίον. Εκκλησία και Άγιον Πνεύμα συν­δέονται οντολογικώς θα έλεγέ τις λαμβάνων μάλιστα υπ’ όψιν την εικόνα του σώματος και της ψυχής, και ως προς την εν τη ιστορία έκφανσίν των το εν προσδιορίζει την παρουσίαν του ετέρου.

Ήδη εις την Καινήν Διαθήκην η παρουσία του Άγιου Πνεύματος εμφα­νίζεται ως συνέπεια της υπό του Χριστού τελειώσεως του έργου της σωτη­ρίας· “συμφέρει υμίν, ίνα εγώ απέλθω· εάν γάρ μη απέλθω, ο Παράκλητος ουκ ελεύσεται προς υμάς εάν δε πορευθώ, πέμψω αυτόν προς υμάς”. Προ του Σταυρού και της δόξης του Χριστού δεν είχε δοθή το Άγιον Πνεύμα· “ουδέπω γαρ ην Πνεύμα άγιον, ότι Ιησούς ουδέπω εδοξάσθη”. Η αφαίρεσις του σκέποντος τον άνθρωπον Πνεύματος εν τω παραδείσω ωφείλετο εις την εκ του Θεού αυτεξούσιον απομάκρυσιν αυτού· μένων εν τω Θεώ ο πρωτόπλαστος εσκέπετο υπό της Θ. Χάριτος. Έπρεπε διά τούτο να προηγηθή η διά του Χριστού επαναπροσέγγισις Θεού και ανθρώπου και εν συνεχεία να δοθή το Άγιον Πνεύμα ως “καταλλαγής τεκμήριον” κατά τον Χρυσόστο­μον.

Η περί Αγίου Πνεύματος ιδέα ως προσώπου διακεκριμένου εν τη Τριάδι αποτελεί χριστιανικήν καθαρώς διδασκαλίαν, ως άλλωστε και το περί Τριάδος δόγμα. Η γνώσις δε του Πνεύματος συνδέεται περισσότερον προς την εν τη Εκκλησία ενέργειαν αυτού, παρά προς την εκ της Γραφής πληροφορίαν. Οι αιρετικοί στηριζόμενοι εις το γεγονός της απουσίας ρητής εν τη Αγία Γραφή μνείας της Θεότητος του Αγίου Πνεύματος κατηγορούν τους υποστηρίζοντας ταύτην, ως εισάγοντας “ξένον Θεόν και άγραφον”. Διά τούτο και η εναντίον των πνευματομάχων επιχειρηματολογία των πα­τέρων στηρίζεται όχι μόνον επί της Γραφής, αλλά και επί της εν τη Εκκλη­σία βιώσεως της ανακαινιστικής και θεωτικής δυνάμεως του Πνεύματος.

Η περί του τριαδικού προβλήματος θέσις του Σαβελλίου, κατά την οποί­αν ο εις την ουσίαν Θεός εμφανίζεται κατά διάφορον τρόπον εις τα στάδια της Θ. Οικονομίας, ως Πατήρ εν τη Παλαιά, ως Υιός εν τη Καινή και ως Πνεύμα εν τη Εκκλησία, παρά το εσφαλμένον αυτής τονίζει αρνητικώς τον ιδιαίτερον Εκκλησίας και Πνεύματος σύνδεσμον.

Την διάφορον θέσιν εκάστου προσώπου της Τριάδος εν τη Οικονομία συνδέει Γρηγόριος ο Θεολόγος προς την προοδευτικότητα της Αποκαλύψεως. Η Αποκάλυψις του Πνεύματος, η “εμπολίτευσις” του Αγίου Πνεύμα­τος εν τη Εκκλησία, αποτελεί πρόοδον εν τη αποκαλύψει του τριαδικού Θε­ού προς τον κόσμον. Η ανάληψις του Ιησού σημαίνει το πέρας των ενερ­γειών αυτού, αρχομένης έκτοτε της δράσεως του Πνεύματος.

Η διάκρισις ιδιαιτέρων περιόδων δράσεως και ενεργείας των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος είναι γενικώτερον παραδεκτή, συνδυαζομέ­νη προς τα ιδιάζοντα γνωρίσματα εκάστου προσώπου εν τη προς τον κόσμον σχέσει της Τριάδος. Εκ της επόψεως ταύτης ο Πατήρ είναι ο εξ ου τα πάντα, ο δημιουργός του κόσμου, ο Υιός ο δι’ ου τα πάντα, ο λυτρωτής του κόσμου και το Άγιον Πνεύμα, η ζωογόνος του αγιασμού αρχή, το εν ω τα πάντα. Πρόκειται περί ενός καταμερισμού εργασίας, θα ελέγομεν, μεταξύ των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος εν τη πορεία του σχεδίου της Θ. Οικονομίας. Την ιδέαν του εν λόγω καταμερισμού εκφράζει ο Χρυσόστο­μος λέγων “διενείμαντο την υπέρ ημών οικονομίαν Πατήρ και Υιός και Άγιον Πνεύμα”. Βεβαίως η εν λόγω διανομή δεν πρέπει να νοηθή ως μεμο­νωμένη εκάστου προσώπου ενέργεια, αλλ’ απλώς ως ιδιάζουσα· γενικώς η προς τα έξω ενέργεια της Τριάδος είναι κοινή, ει και κατά διάφορον τρό­πον συμμετέχει εις αυτήν έκαστον πρόσωπον “όπου γαρ αν μία της Τριά­δος υπόστασις παρή, πάσα πάρεστιν η Τριάς· αδιασπάστως γαρ έχει προς αυτήν και ήνωται μετ’ ακριβείας απάσης”.

Η διάκρισις περιόδων εν τη Θ. Οικονομία εγένετο και μεταγενεστέρως εν τη Δυτική Θεολογία εις διαφόρους παραλλαγάς. Ο Ruppert von Deutz και ο Hugo von St. Victor  ως περίοδον δράσεως του Πατρός θέτουν το διάστημα από της δημιουργίας μέχρι της πτώσεως, ως βασιλείαν του Υιού το διάστη­μα από της πτώσεως μέχρι του θανάτου του Χριστού και ως βασιλείαν του Πνεύματος το διάστημα από του θανάτου του Χριστού μέχρι του τέλους του κόσμου. Κατά άλλην παραλλαγήν, ην εισηγείται ο Ioachim von Fiore, η βασιλεία του Πατρός διαρκεί μέχρι του Ζαχαρίου, πατρός Ιωάννου του Προδρόμου, του Υιού από του Προδρόμου μέχρι του Αγίου Βενεδίκτου, και του Αγίου Πνεύματος από του Αγίου Βενεδίκτου μέχρι του τέλους του κό­σμου. Ο εντοπισμός της δράσεως του Αγίου Πνεύματος εις την από του Α­γίου Βενεδίκτου περίοδον, εσφαλμένος βασικώς, εφ’ όσον το Άγιον Πνεύμα εκκέχυται επί της Εκκλησίας από της Πεντηκοστής, οφείλεται εις τας μυστικιστικάς τάσεις των μοναχικών ταγμάτων της Δύσεως, εις την έξαρσιν της διά του Αγίου Πνεύματος αμέσου επικοινωνίας προς την Θεότητα ά­νευ άλλων μέσων αποκαλύψεως.

Εκ των ανωτέρω καθίσταται φανερόν ότι η δόσις, η αποστολή του Πνεύ­ματος εις τον κόσμον συνδέεται προς την περίοδον της ιδρύσεως και συν­τηρήσεως της Εκκλησίας. Άμα Πνεύμα άμα Εκκλησία και άμα Εκκλη­σία άμα Πνεύμα, θα ελέγομεν μεταποιούντες την θέσιν του Αγίου Ειρη­ναίου.

Είναι επομένως δυνατή η ενέργεια και δράσις του Αγίου Πνεύματος εκτός της Εκκλησίας;

 

β’. Το Άγιον Πνεύμα προ της επί γης ιδρύσεως της Εκκλησίας

Εκκλησία κατά ευρείαν του όρου έννοιαν σημαίνει την κοινωνίαν Θε­ού και ανθρώπου. Η κοινωνία αύτη πραγματοποιείται εντός του κλίματος, της ατμοσφαίρας, την οποίαν δημιουργεί το Άγιον Πνεύμα. Η κοινωνία δεν είναι παρά αγάπη, και ο σύνδεσμος της αγάπης και εν τη εσωτερική της Θεότητος ζωή και εν τη σχέσει αυτής προς τον κόσμον είναι το Άγιον Πνεύμα. Ο Γρηγόριος Παλαμάς παραδίδει ότι υπάρχουν και οι δεχόμενοι ότι το Πνεύμα είναι “η κοινωνία και η αγάπη του Πατρός και του Υιού”. Ο δε Χρυσόστομος ωραιότατα παρατηρεί ότι η παρουσία του Πνεύματος μεταξύ των ανθρώπων εξαρτάται εκ της φιλίας ή οργής του Θεού, νοουμέ­νων βεβαίως ουχί ανθρωποπαθώς αλλ’ ως σχέσεων απομακρύνσεως, αλλοτριώσεως του ανθρώπου εκ του Θεού αφ’ ενός και έγγύτητος αφ’ ετέρου· ο Θεός “αναστέλλει του Πνεύματος την χάριν, επειδάν ημίν οργίζεται”· αντι­θέτως “της καταλλαγής του Θεού δώρόν έστι το δοθήναι το Πνεύμα”.

Η ιστορία της επικοινωνίας ταύτης Θεού και ανθρώπου, διελθούσα διάφορα στάδια, χαρακτηριζόμενα ένθεν μεν εκ της προς τον Θεόν εγγύτη­τος και φιλίας ένθεν δε εκ της μακρύνσεως εξ αυτού – οργή, καταλλαγή -προσδιορίζει και την δράσιν του Πνεύματος και την ύπαρξιν της Εκκλη­σίας. Εφ’ όσον δε δεν υπάρχει περίοδος, κατά την οποίαν να έχη παντελώς αποκοπή πάσα σχέσις Θεού και ανθρώπου, έπεται ότι το Πνεύμα ενεργούν την εν λόγω κοινωνίαν δρα και κατ’ αυτήν ακόμη την περίοδον της πτώσε­ως και της απομακρύνσεως του ανθρώπου εκ του Θεού, προπαρασκευάζον την επαναπροσέγγισιν.

Η αρχή της Εκκλησίας άλλωστε δεν τίθεται εις την επί γης διά του Χριστού ίδρυσιν και στερέωσιν αυτής, αλλά ανατρέχει πολύ οπίσω· έχομεν την προεκκλησίαν όχι μόνον καθ’ όλα τα στάδια του περί ανθρώπου σχεδίου του Θεού, αλλά απ’ αυτής της δημιουργίας των πνευματικών όντων, των αγγέλων. Εις την Εκκλησίαν των πνευματικών δυνάμεων “επιστάτης παρά Θεού και διδάσκαλος και αγιοποιός ο Παράκλητος”.

Ωρισμένοι μά­λιστα συγγραφείς το της Γενέσεως “και πνεύμα Θεού επεφέρετο επάνω του ύδατος” ερμηνεύουν τροπικώς ως σημαίνον την επί των αγγέλων επιστασίαν. Οι δε Γρηγόριος Θεολόγος και Μέγας Βασίλειος την τελείωσιν, έλλαμψιν και το προς κακίαν δυσκίνητον ή ακίνητον αυτών θεωρούν ως έρ­γον του Αγίου Πνεύματος. Την Εκκλησίαν ως κοινωνίαν του Θεού προς τας πνευματικάς και λογικάς δυνάμεις ητοίμασεν ο Θεός προ καταβολής κόσμου.

Η πνευματική αύτη Εκκλησία μετεφυτεύθη επί της γης κατά την δημιουργίαν των πρώτων ανθρώπων και ηκολούθησεν έκτοτε την ιστορίαν του περί ανθρώπου σχεδίου του Θεού. Επιγραμματικώτατα ο Ωριγένης εκφρά­ζει την περί προεκκλησίας διδασκαλίαν, λέγων ότι δεν πρέπει να νομίζωμεν ότι η Εκκλησία υφίσταται μόνον ex adventu Salvatoris in carne, από της ενσαρκώσεως δηλαδή του Σωτήρος, sed ab initio humanis generis et ab ipsae constitutione mundi, αλλ’ από της αρχής του ανθρωπίνου γένους και απ’ αυτής της ιδρύσεως του κόσμου. Άλλωστε, λέγει, ο απόστολος Παύλος δέχεται ότι αύτη εθεμελιώθη όχι μόνον επί τω θεμελίω των αποστόλων αλλά και των προφητών. Προφήτης όμως ήτο και ο Αδάμ, διότι προείδε την διά του γάμου αύξησιν του ανθρωπίνου γένους. Το γεγονός επίσης ότι ο Ιησούς πα­ρέλαβε την Εκκλησίαν διά να ανακαινίση και αποκαθάρη αυτήν σημαίνει ότι προϋπήρχεν η Εκκλησία- δεν ήτο δυνατόν να εκλέξη και λάβη την μη υπάρχουσαν Εκκλησίαν.

Υφίσταται λοιπόν η Εκκλησία ως κοινωνία Θεού και ανθρώπου ήδη από της αρχεγόνου καταστάσεως. Η εν τω παραδείσω ζωή των πρωτοπλά­στων παρουσιάζεται υπό πλείστων πατέρων ως ζωή εγγύτητος και φιλίας προς τον Θεόν, εν τη οποία υφίστατο και αυτή έτι η δυνατότης της προς τον Θεόν ομιλίας. Οι πρωτόπλαστοι διήγον ως άγγελοι εν τω παραδείσω, απηλλαγμένοι παθών και αναγκών. Η αγγελική, η πνευματική αύτη κατάστασις της πλήρους προς τον Θεόν κοινωνίας, της παρρησίας, οφείλεται εις την λόγω των αρμονικών σχέσεων Θεού και ανθρώπου παρουσίαν “της άνωθεν δόξης”, “της άνωθεν ροπής”, η οποία “παντός ιματίου μάλλον αυτούς περιέσκεπε”. Το Άγιον Πνεύμα, λέγει ο Νύσσης, πριν αμαρτήσουν οι πρω­τόπλαστοι ήτο καταμεμιγμένον αυτοίς· απεφοίτησε δε εν συνεχεία “διά το γενέσθαι σάρκα τον άνθρωπον”. Ο δε Θεοφάνης Κεραμεύς ομιλών περί της παρουσίας του Πνεύματος εν παραδείσω παρατηρεί· “ουκ άλλως γαρ ην εν αγιασμώ είναι τον άνθρωπον, και τη προς Θεόν οικειότητι, ει μη τη του αγίου Πνεύματος μετουσία κατεκαλλύνετο”. Δεκτικός πάσης αρετής ο άνθρωπος ως κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν του Θεού πλασθείς, κατά τον Κύριλλον Αλεξανδρείας, “ηγιάσθη του θείου Πνεύματος αποδεδειγμένος μέτοχος· ο και διά την αμαρτίαν αποβέβληκε”.

Εις τον Δίδυμον Αλεξανδρείας ευρίσκομεν την άποψιν ότι το κατ’ εικό­να αναφέρεται εις το θεϊκόν εμφύσημα, το οποίον προέρχεται εκ του Αγίου Πνεύματος. Διά τούτο και εν τω βαπτίσματι “την γεγραμμένην εικόνα και ομοίωσιν του Θεού απολαμβάνομεν, ην εδεξάμεθα διά του θεϊκού εμφυσή­ματος και απωλέσαμεν διά του αμαρτήματος· και αύθις ευρισκόμεθα οίοί περ επί του πρωτοπλάστου εγεγόναμεν, αναμάρτητοι και αυτεξούσιοι”. Βεβαίως το εμφύσημα της ζωής δεν σχετίζεται υπό όλων των πατέρων προς το Άγιον Πνεύμα· υπό μερικών μάλιστα καταπολεμείται η εν λόγω άποψις. Εκλαμβάνεται δε τούτο ως η υπό του Θεού δωρηθείσα ζωτική δύναμις, η οποία έθεσεν εις κίνησιν το ανενέργητον και εκ χοός πλασθέν σώμα. Δεν πρόκειται δηλαδή περί μετοχής εις την ουσίαν του Θεού, αλλά περί οντο­λογικού εφοδιασμού του ανθρώπου διά της δυνάμεως της ζωής. Το Άγιον Πνεύμα ενεργούν επί των πρωτοπλάστων καθίστα αυτούς μετόχους της αγιαστικής αυτού ενεργείας. Γενικόν πάντως δίδαγμα της εκκλησιαστικής παραδόσεως τυγχάνει η άποψις ότι η εξαίρετος κατάστασις του πρωτοπλά­στου, οφειλομένη και εις την υπό του Πνεύματος χαρισματοδότησιν και εις τον οντολογικόν αυτού εφοδιασμόν διά φυσικών πλεονεκτημάτων, λόγω της διαπράξεως της αμαρτίας χάνεται. Η κοινωνία Θεού και ανθρώπου δέ­χεται ισχυρόν πλήγμα. Άρχεται η περίοδος της οργής, της από του Θεού αλλοτριώσεως, της αναστολής της διαρκούς παρουσίας του Αγίου Πνεύ­ματος.

Μετά του ανθρώπου πίπτει και η Εκκλησία και άρχεται η δραματική πορεία αυτής εντός ενός κόσμου, ένθα το Άγ. Πνεύμα δεν αποτελεί διαρ­κή παρουσίαν, αλλά έχει αποδημήσει. Η Εκκλησία άνευ επαρκών πνευμα­τικών εφοδίων εγκαταλείπει ως πόρνη τον Νυμφίον αυτής, διαφθείρεται υπό των δαιμόνων, προσκολλάται εις ψευδείς θεούς και καταρρυπούται υπό των κηλίδων της ειδωλολατρείας και της αμαρτίας – κατέστη αύτη θυγάτηρ των δαιμόνων, προσκεκολλημένη εις την γην, ρυπώσα, αιχμώσα, γυ­μνή, πεφυρμένη αίματι.

Και εν τη αισχρότητι και τη εις τους δαίμονας προσφυγή δεν εγκατα­λείπεται υπό του Θεού η Εκκλησία. “Πόρνης επεθύμει ο Θεός;”, ερωτά ο Χρυσόστομος, διά να απαντήση ο ίδιος· “ναι πόρνης· της φύσεως της ημε­τέρας λέγω”. Η φροντίς του Θεού διά την πεσούσαν ανθρωπότητα εκδηλούται διά της δράσεως του Αγίου Πνεύματος καθ’ όλην την διάρκειαν της πτώσεως προς προπαρασκευήν της ανακαινίσεως και τελειώσεως της Εκκλησίας. Η εν τη Παλαιά Διαθήκη δράσις του Αγίου Πνεύματος είναι αναμ­φισβήτητος· περί αυτού δε είναι σύμφωνος ολόκληρος η εκκλησιαστική παράδοσις. Ήδη εις την Καινήν Διαθήκην ο Στέφανος ομιλών περί της σκλη­ρύνσεως των Ιουδαίων και της αντιστάσεώς των εις το κήρυγμα του Ιησού θεωρεί την εν λόγω στάσιν ως αντίδρασιν κατά του Πνεύματος κατά τρό­πον όμοιον προς την στάσιν των πατέρων των, οι οποίοι αντέδρων εις την διά του Πνεύματος εν διαφόροις θαυματουργίαις εκδηλουμένην θείαν χειραγωγίαν. Η προφητεία επίσης αποτελεί ενέργειαν του Πνεύματος ως και η θεοπνευστία των ιερών της Παλ. Διαθήκης συγγραφέων· τούτο παρέχει πνευματικούς οφθαλμούς εις τους προφήτας και κινεί την χείρα των συγ­γραφέων. Ο Κύριλλος Ιεροσολύμων εις τας Κατηχήσεις του λαμβάνων κα­τά σειράν τα βιβλία της Π. Διαθήκης αποδίδει πάντα τα εξιστορούμενα εν αυτοίς θαυμαστά γεγονότα εις δράσιν του Αγίου Πνεύματος. Εις τον Μωϋσέα, Ιησούν του Ναυή, την ζωήν των δικαίων Πατριαρχών, τους Κριτάς και τους Προφήτας δρα σαφώς το Άγιον Πνεύμα. Ακριβώς δε λόγω της πολυσχιδούς εν τη Π. Διαθήκη δράσεως του Αγίου Πνεύματος, ο Χρυσό­στομος δέχεται ότι οι Ιουδαίοι ενώ ηγνόουν τα περί Θεού Λόγου, εγνώριζον τα περί Πατρός και Πνεύματος, αν και περί του τελευταίου δεν είχον την προσήκουσαν γνώμην. Το Άγ. Πνεύμα δρα εις την λατρείαν των Ιου­δαίων και την Ιερωσύνην αυτών. Εγκαταλείπει δε τον Ιουδαϊσμόν από της εποχής, καθ’ ην ήραν τας χείρας κατά του Χριστού, οπότε μεταφέρεται εις τους αποστόλους. Το προφητικώς λεχθέν υπό του Κυρίου εν σχέσει προς την καταστροφήν της Ιερουσαλήμ “ιδού αφίεται ο οίκος υμών έρημος” ση­μαίνει κατά τον αυτόν πατέρα την ερημίαν του Πνεύματος. Από της ημέ­ρας εκείνης απέστη παντελώς η του Πνεύματος χάρις, αν και προ ταύτης εισέτι της προφητείας, μετά την περίοδον των μεγάλων προφητών σπανίως ενεφανίζετο αύτη, ούτε επώπτευε πλέον την Σκηνήν του Μαρτυρίου.

Η Π. Διαθήκη δεν περιέχει μόνον την ιδιαιτέραν εν τω Ισραήλ ενέργειαν του Θεού, η οποία άρχεται διά της επί Αβραάμ εκλογής αυτού ως εκλεκτού λαού. Προ της εκλογής αλλά και μετ’ αυτήν υπήρχεν η Εκκλη­σία των Εθνών, επί της οποίας δρα η Χάρις του Θεού. Δεν υπάρχει περίο­δος της Ιστορίας άνευ της δράσεως του Αγίου Πνεύματος. Ήδη το Άγιον Πνεύμα ενεργεί επί του Νώε, του Ιώβ, του Αβραάμ. Ο χριστιανικός Θεός είναι οικουμενικός Θεός· “ουκ έστι μερικός Θεός, αλλά πάντων πατήρ… Ότι γαρ ουκ αυτούς (τους Ιουδαίους) εξελέξατο μόνον, αλλά πάντων ην κηδεμών, δείκνυσι μεν και τα προ Μωϋσέως, ουκ έλαττον δε και τα επ’ αυτού· και μετά τούτον τα καθέκαστα γινόμενα”. Ο Γρηγόριος ο Θεολό­γος μάλιστα διατυπώνει την άποψιν ότι την ύπαρξιν του Αγίου Πνεύματος συνέλαβον και οι θεολογικώτεροι των Ελλήνων, οι μάλλον προς τον Χριστιανισμόν προσεγγίσαντες· “διηνέχθησαν” όμως ως προς την ονομασίαν, αποκαλέσαντες αυτό νουν του παντός, και θύραθεν νουν.

Λόγω ακριβώς της δράσεως του Άγ. Πνεύματος εν τη προεκκλησία οι προπάτορες, οι προφήται και οι δίκαιοι θεωρούνται ως μέλη της Εκκλησίας σεσωσμένα, έχουν δε καθιερωθή εν τω εορτολογίω ειδικαί εορταστικαί ημέραι επί τη μνήμη αυτών. Το “όσα ουν παρά πάσι καλώς είρηται, ημών των Χριστιανών εστι”, διά του οποίου ο Ιουστίνος ενέταξε εις τον Χριστιανισμόν τα σπερματικώς αληθή στοιχεία της ελληνικής φιλοσοφι­κής σκέψεως, επεκτείνεται υπό του Χρυσοστόμου και επί της ζωής των προ Χριστού δικαίων “Τι δε έστιν εν σώμα; Οι πανταχού της οικουμένης πιστοί και όντες και γενόμενοι και εσόμενοι. Πάλιν και οι προ της του Χριστού παρουσίας ευηρεστηκότες εν σώμά εισΓ. Την θέσιν ταύτην της χρο­νικής και τοπικής καθολικότητος της Εκκλησίας αναπτύσσει και ο Αυγου­στίνος, δεχόμενος ότι μέλη της Εκκλησίας είναι όχι μόνον οι δίκαιοι της Π. Διαθήκης, αλλά και οι εκ των εθνικών δίκαιοι· μεταξύ αυτών δε μνημο­νεύει τον Ιώβ, τον Μελχισεδέκ και μερικάς των Σιβυλλών.

Εκτός της εν τη Παλαιά Διαθήκη δράσεως του Αγίου Πνεύματος, τούτο ενεργεί και εν τη Καινή Διαθήκη προ της κατά την Πεντηκοστήν επιφοιτήσεως. Ο ευαγγελισθείς την Θεοτόκον άγγελος βεβαιοί ότι το παιδίον θα συνελαμβάνετο εκ Πνεύματος Αγίου. Η Ελισσάβετ επλήσθη Πνεύματος Αγίου και προφητικώς διείδε τον μέλλοντα να προέλθη εκ της Μαρίας Κύριον. Κατά την βάπτισιν του Ιησού το Πνεύμα εν είδει περιστεράς μαρτυ­ρεί περί της θεότητός του. Την κοινωνίαν του Αγίου Πνεύματος εχάρισεν εις τους αποστόλους ο Ιησούς, όταν εμφανισθείς μετά την ανάστασιν έδω­κεν εις αυτούς την εξουσίαν του αφιέναι αμαρτίας.

Αναμφισβήτητος λοιπόν η εν τη προεκκλησία δράσις του Πνεύματος. Αλλ’ ως μεταξύ προεκκλησίας και Εκκλησίας παρεμβάλλεται μία σταδια­κή, βαθμιαία πορεία της προσεγγίσεως Θεού και ανθρώπου, υπάρχει μία δυναμικότης μεταξύ ατελούς και τελείου, προπαρασκευής και πληρώσεως, και η Εκκλησία πληρούται και τελειούται εν Χριστώ και Αγίω Πνεύματι, ανάλογόν τι συμβαίνει και με την δράσιν του Πνεύματος εν τη προεκκλησία και τη Εκκλησία.

 

γ’. Η διαφορά της εν τη προεκκλησία και τη Εκκλησία δράσεως του Αγίου Πνεύματος

Επί τη βάσει της διδασκαλίας των Πατέρων αι διαφοραί της εν τη προ­εκκλησία και τη Εκκλησία δράσεως του Αγίου Πνεύματος είναι αι εξής:

1. Εν τη προεκκλησία η ενέργεια του Πνεύματος εις πρόσωπόν τι ήτο ειδική εκλογή αυτού προς επιτέλεσιν ωρισμένου έργου. Δεν ήτο γενική χά­ρις μεταδιδόμενη εις πάντας διά του βαπτίσματος ως εις την Εκκλησίαν. Διά τούτο και η εις πάντας έκχυσις του Αγίου Πνεύματος κατά τον προφήτην Ιωήλ ήτο ελπίς εσχατολογική, η οποία επληρώθη κατά τους Πατέ­ρας εις την Πεντηκοστήν και πληρούται διαρκώς εν τη Εκκλησία. Ούτω κατενοήθη η θέσις του Ιωήλ υπό του Πέτρου ως εμφαίνεται εις το μετά την επιφοίτησιν κήρυγμα αυτού.

2. Εν τη προεκκλησία οι προφήται και οι δίκαιοι μετείχον του Πνεύ­ματος δεν κατείχον το Πνεύμα. Η παρουσία αυτού ήτο έκτακτον, ασύνη­θες γεγονός, όχι διαρκής παραμονή. Αντιθέτως κατά την Πεντηκοστήν το Πνεύμα εκάθισεν εφ’ ένα έκαστον των αποστόλων· “τουτέστι, παρέμεινεν, επανεπαύσατο· το γαρ καθίσαι του εδραίου εστί σημαντικόν και του μείναι”. Η πνοή του Πνεύματος απετέλεσε κολυμβήθραν εντός της οποίας εβαπτίσθησαν οι απόστολοι. “Έφθασε μεν γαρ και επί τους πατέρας η χάρις, αλλ’ ώδε υπερβολικώς. Εκεί μεν γαρ μετέσχον αγίου Πνεύματος ώδε δε αυτοτελώς εβαπτίσθησαν”. Ακόμη και οι απόστολοι προ της Πεντηκοστής μετείχον μερικώς του Πνεύματος· μετ’ αυτήν ενεδύθησαν υπ’ αυτού παντα­χόθεν. Προηγουμένως εθαυματούργουν τη εξουσία απλώς του Πνεύματος και δεν ηδύναντο να παράσχουν αυτό και εις άλλους. Μετά την Πεντηκο­στήν όμως “ώσπερ επί του πυρός όσους αν τις θέλοι λύχνους ανάπτει, το πυρ ουδέν ελαττών· ούτω και επί των αποστόλων συνέβαινε τότε. Και γαρ διά του πυρός, ου μόνον το δαψιλές της χάριτος εδείκνυτο, αλλά και πηγήν έκαστος ελάμβανε Πνεύματος”.

3. Υπάρχει διαφορά και ως προς την έντασιν ή την ποσότητα του Πνεύ­ματος. Το Άγιον Πνεύμα δρα κατά διάφορον έντασιν εις τας διαφόρους αυτού “εμφάσεις”· “ούτως η του Πνεύματος χάρις αμυδροτέρα μεν εν τοις πατριάρχαις, ισχυροτέρα εν τω νόμω και τοις προφήταις, τηλαυγέστερον δε και οίον ουσιωδώς, θεολογικώς ειπείν, εν τοις αποστόλοις εξέλαμψεν”. Κατά την Πεντηκοστήν παρεσχέθη τελειωτικώς και καθ’ ολοκληρίαν η χά­ρις του Πνεύματος. Το πλήρες της παρουσίας του Αγ. Πνεύματος εκφρά­ζει και η εις τον Γρηγόριον Θεολόγον απαντώσα ιδέα περί είδους τινός εναν­θρωπήσεως του Πνεύματος. Το Πνεύμα δεν είναι, λέγει, εν τη Εκκλησία “ενεργεία παρόν… ως πρότερον”, αλλά “ουσιωδώς δε, ως αν είποι τις, συγγινόμενόν τε και συμπολιτευμένον. Έπρεπε γαρ, τον Υιόν σωματικώς ημίν ομιλήσαντα, και αυτό φανήναι σωματικώς· και Χριστού προς εαυτόν επανελθόντος εκείνο προς ημάς κατελθείν”. Η πλήρης και διαρκής παρουσία του Πνεύματος εκφράζεται και διά των όρων “επιδημία” του Πνεύματος, “κατάμειξις” και “ανάκρασις” αυτού προς την ψυχήν του βαπτιζομένου.

Δρα λοιπόν το Άγιον Πνεύμα και εκτός της τελειωθείσης εν Χριστώ Εκκλησίας. Την δράσιν του άλλωστε ταύτην συνάγει κανείς και εκ της αναφερθείσης βασικής δογματικής θέσεως, καθ’ ην, αν και έκαστη περίο­δος της ιστορίας της Θ. Οικονομίας χαρακτηρίζεται εκ της ιδιαζούσης ενός προσώπου της Τριάδος ενεργείας, εν τούτοις γενικώς η προς τα έξω ενέργεια της Τριάδος είναι κοινή.

 

δ’. Το Άγιον Πνεύμα μετά την εν Χριστώ ίδρνσιν της Εκκλησίας

Έτερον σκέλος του προβλήματος ως προς την εκτός της Εκκλησίας δράσιν του Πνεύματος είναι εάν ιδρυθείσης ήδη επί της γης της Εκκλη­σίας, είναι δυνατόν να σωθούν οι εκτός αυτής ευρισκόμενοι. Πρόκειται πε­ρί δυσχερούς προβλήματος, ιδίως όταν εξετασθή τούτο υπό το δεδομένον της διαιρέσεως των “εκκλησιών”, εκάστη των οποίων διεκδικεί δι’ εαυτήν την αλήθειαν και την αποκλειστικήν του Πνεύματος κατοχή, θεωρούσα τας λοιπάς ως σχισματικάς, αιρετικάς μη καθοδηγουμένας υπό του Αγίου Πνεύ­ματος. Ο Οικουμενισμός έχει αμβλύνει βεβαίως τας διαφοράς, αι μονομέρειαι τείνουν να εξαλειφθούν και η μομφή της αιρέσεως δεν επιρρίπτεται ευκόλως εις τινα εκκλησίαν. Η θέσις πάντως της αρχαίας ηνωμένης Εκ­κλησίας ως προς τους αιρετικούς και σχισματικούς είναι ότι εθεώρει αυτούς αποκεκομμένους του σώματος της Εκκλησίας, διότι ενσυνειδήτως προέβαλλον την ενότητα της πίστεως οι αιρετικοί και της διοικήσεως οι σχι­σματικοί. Η ενότης όμως είναι έργον του Αγ. Πνεύματος και οι λυμαινόμενοι αυτήν ανθίστανται εις την ενοποιόν δράσιν του Πνεύματος.

Ως προς την δυνατότητα σωτηρίας των μη βεβαπτισμένων, των μη ανη­κόντων εις την χριστιανικήν Εκκλησίαν, γίνεται δεκτόν, ότι δια τους ακουσίως και υπ’ αδηρίτου ανάγκης τη πλάνη προσκειμένους είναι δυνα­τόν να έλθη η Χάρις του Πνεύματος δι’ εκτάκτων αγωγών, χωρίς να παρα­βλάπτεται η Εκκλησία ως διατεταγμένος και τακτικός φορεύς της Θείας Χάριτος. Πρόθεσις του Θεού είναι η σωτηρία πάντων των ανθρώπων. Ως δε εν τη περιόδω της πτώσεως η εκλογή του Ισραήλ ως ιδιαιτέρου οργάνου της Αποκαλύψεως δεν έσήμαινεν έγκατάλειψιν των Εθνών, ούτω και η εις την Εκκλησίαν ανάθεσις του έργου της σωτηρίας δεν σημαίνει αποκλει­στικόν εν αυτή περιορισμόν του σωτηριώδους σχεδίου του Θεού. Άλλωστε διά να εισέλθη τις εις την Εκκλησίαν και πριν γίνη μέλος αυτής πρέπει να διεγερθή η διάθεσίς του υπό του Αγ. Πνεύματος, υπό της προκαταρκτικής, προπαρασκευαστικής λεγομένης Χάριτος. Προπαρασκευάζεται δηλαδή υπό του Αγίου Πνεύματος η είσοδος εις την Εκκλησίαν, όχι μόνον κατά το προ της επί γης ιδρύσεως ταύτης στάδιον εις τον Ιουδαϊσμόν και τα Έθνη, αλλά και μετά την ίδρυσιν αυτής. Αι μεγάλαι ιεραποστολικαί εξορμήσεις της Εκκλησίας του Βυζαντίου και αι επιτυχίαι αυτών, ως και η σύγχρονος ιερα­ποστολική των Εκκλησιών δραστηριότης επί της εν λόγω δράσεως του Πνεύ­ματος ερείδονται.

Οι εκτός της Εκκλησίας υπό την επήρειαν του Πνεύματος τελούντες είναι μέλη της Εκκλησίας ουχί τω πράγματι (in re), αλλά τη διαθέσει, τη επιθυμία (in voto) και η παραμονή των εκτός της Εκκλησίας δεν οφείλεται εις συνειδητήν κατά του Πνεύματος αντίστασιν, αλλά εις ιστορικούς, γεωγραφικούς, εξωτερικούς εν γένει παράγοντας. Η Β’ Βατικάνειος σύνοδος έχει διατυπώσει ως εξής την σχετικήν διδασκαλίαν της· “Διά τους ανθρώ­πους, οι οποίοι δεν γνωρίζουν τον πατέρα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, αναγνωρίζουν όμως Δημιουργόν ή διά συμβόλων και εικόνων αναζητούν τον άγνωστον Θεόν, από αυτούς δεν είναι πολύ μακράν ο Θεός, ‘ο διδούς πάσι ζωήν και πνοήν και τα πάντα’ και θέλων ως Λυτρωτής ‘πάντας ανθρώ­πους σωθήναι’. Διότι εκείνοι οι άνθρωποι, οι οποίοι χωρίς ιδικήν των ευθύνην δεν γνωρίζουν το Ευαγγέλιον του Χριστού και της Εκκλησίας αυτού, αναζητούν όμως καθαρά τη καρδία τον Θεόν και εκπληρούν εμπράκτως την εν τη επιταγή της συνειδήσεως εκφραζομένην θέλησιν του Θεού, τη βοήθεια, της Χάριτος αυτού δύνανται να επιτύχουν την αιωνίαν σωτηρίαν”.

Το γεγονός ακριβώς της υπάρξεως ανθρώπων ζώντων εκτός της Εκκλη­σίας άνευ ιδίας ευθύνης, ωδήγησε τον Κ. Rahner εις την διατύπωσιν της θέ­σεως ότι εκτός της ιδιαιτέρας, μερικής οικονομίας του Θεού (Heilsgleschiche), η οποία πραγματούται εν τω Ισραήλ και τη Εκκλησία, υφίσταται και γε­νική Οικονομία, καθολικόν περί ανθρώπου σωτηριώδες σχέδιον. Το ίστασθαι εκτός της καθιδρυμένης εκκλησιαστικής κοινωνίας δεν σημαίνει και έξωσιν εκ του γενικού περί ανθρώπου σχεδίου του Θεού. Υπάρχει κοινός σκοπός και κοινόν τέρμα των δύο του Θεού σχεδίων κατά το τέλος της ιστο­ρίας, η πλήρης κοινωνία και ενότης του ανθρώπου μετά του Θεού εν τω Χρι­στώ, εις την ουράνιον Εκκλησίαν, εις την βασιλείαν του Θεού. Εν τη Εκκλησία πραγματούται ενδεικτικώς η εν λόγω ενότης· ταύτην δε εξαίρει αρνητικώς η εκτός της Εκκλησίας διεσπασμένη ανθρωπότης, η οποία κα­λείται να μετάσχη της εν τη Εκκλησία ενότητος. Εν τη Εκκλησία αντιπροσωπευτικώς ο Θεός αισθητοποιεί το τελικόν περί ανθρώπου σχέδιον αυτού, ως εν τω Ισραήλ προετυπούτο το εν τη Εκκλησία μέλλον να πραγματωθή σωτηριώδες γεγονός της λυτρώσεως.

Ομοίας απόψεις είχε διατυπώσει ενωρίτερον ο Μπερδιάγιεφ. Ούτος ετόνισε την δυναμικήν πορείαν της Εκκλησίας προς την ολοκλήρωσίν της πέραν της ιστορίας εις τα έσχατα. Η εν τη ιστορία πραγματοποιουμένη και ενσαρκουμένη Εκκλησία δεν εξαντλεί το απροσμέτρητον βάθος αυτής. Η ενσάρκωσις είναι συμβολισμός· η ορατή εκκλησία συμβολισμός της αο­ράτου, μερική πραγματοποίησις αυτής, ατελής μορφή της ύλης, του δυνά­μει αυτής. Επικρίνει διά τούτο την παλαιάν αντίληψιν των Καθολικών πε­ρί Εκκλησίας, η οποία κατεδίκαζε την πλειονότητα των ανθρώπων εις απώλειαν, παρατηρών ότι πρέπει να γίνη δεκτόν ότι ο κύκλος της δυνάμει Εκ­κλησίας είναι ευρύτερος του κύκλου της ορατής Εκκλησίας. Αναφέρει δε και την προς διόρθωσιν της στενής εκκλησιολογικής προοπτικής γινομένην υπό των Καθολικών διάκρισιν μεταξύ της ψυχής και του σώματος της Εκ­κλησίας. Κατ’ αυτήν όλοι, όσων η βούλησις προσανατολίζεται προς τον Θε­όν και το θείον ανήκουν εις την ψυχήν της Εκκλησίας, έστω και αν η συνείδησίς των δεν είναι ακόμη χριστιανική και δεν λαμβάνουν μέρος εις την ζωήν, την ένσαρκον και ορατήν της Εκκλησίας. Όσοι μετέχουν των μυ­στηρίων και υπακούουν εις την ιεραρχίαν ανήκουν και εις το σώμα της Εκ­κλησίας.

Όλαι αύται αι προσπάθειαι επιχειρούν να διασπάσουν τον περιορι­σμόν της Εκκλησίας εις αυστηρώς εξωτερικά, οργανωτικά πλαίσια, να ανεύρουν την πνευματικήν υπόστασιν της Εκκλησίας, να συνδέσουν την εκκλησιολογίαν προς την πνευματολογίαν, η οποία λόγω του υπερτονισμού της δικαιώσεως εν Χριστώ, της καταλλαγής και του ορατού της Εκκλησίας στοιχείου, έμεινεν εν τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία κυρίως ατροφική και υπανάπτυκτος.

 

ε’. Η κοσμική λειτουργία του Αγίου Πνεύματος.

Τα μέχρι τούδε λεχθέντα ανεφέροντο εις την επί των λογικών όντων και κυρίως των ανθρώπων ενέργειαν του Πνεύματος. Και η άλογος όμως κτίσις καθίσταται αντικείμενον ενεργείας του Πνεύματος. Ήδη κατά την δημιουργίαν του κόσμου το Πνεύμα του Θεού, ως παραδίδει η Γένεσις, επεφέρετο επάνω του ύδατος, ζωογονούν και θάλπον την φύσιν αυτού “κα­τά την εικόνα της επωαζούσης όρνιθος, και ζωτικήν τινα δύναμιν ενιείσης τοις υποθαλπομένοις”. Πρόκειται πάντως περί επιμάχου εις την πατερικήν ερμηνευτικήν παράδοσιν χωρίου· διίστανται αι γνώμαι των εκκλησια­στικών συγγραφέων επί του εάν η Γένεσις εννοή α) του αέρος την χύσιν, β) το Άγιον Πνεύμα και γ) ενέργειαν απλώς του Θεού ζωογονούσαν το ύδωρ. Ο Θεοδώρητος θεωρεί ως αληθεστέραν την άποψιν ότι εννοεί την χύσιν του αέρος, ο δε Βασίλειος αναφέρων και την εν λόγω εκδοχήν ως πιθανήν, εκλαμβάνει ως αληθεστέραν την άποψιν, εγκριθείσαν δε και υπό των προ αυτού ερμηνευτών ότι “Πνεύμα Θεού το άγιον είρηται· διά το τετηρήσθαι τούτο ιδιαζόντως και εξαιρέτως της τοιαύτης μνήμης υπό της Γραφής αξιούσθαι, και μηδέν άλλο Πνεύμα Θεού ή το άγιον το της θείας και μα­καρίας Τριάδος συμπληρωματικόν ονομάζεσθαι”. Την άποψιν ταύτην δέ­χονται και ο Γρηγόριος Νύσσης και ο Θεοφάνης Κεραμεύς, αλλά ερμηνεύ­ουν αλληγορικώς τα ύδατα, ως τας αγγελικάς δυνάμεις επί των οποίων επεστάτει το Πνεύμα. Απλήν ενέργειαν του Θεού, ερμηνεία η οποία σημειω­τέον γίνεται αποδεκτή και υπό της συγχρόνου θεολογίας της Π. Διαθήκης, μνημονεύει ο Προκόπιος, χωρίς να αναφέρη τον εισηγητήν της.

Είναι γενικώτερον πάντως παραδεκτόν ότι υπό του Αγίου Πνεύματος ενδυναμούται “πάσα κτίσις, ορατή και αόρατος, λογική και μη λογική”. Το Άγιον Πνεύμα θεωρείται ως το στοιχείον το συνέχον την σύνθετον των όντων δομήν και εναρμονίζον τας αντιτιθεμένας των φυσικών στοιχείων ενεργείας. Τούτο κατά τον Δίδυμον “φιλίαν μόνιμον τη κτίσει χορηγεί, και αλύτοις αυτήν έσφιξε δεσμοίς και ήδρασεν άκατάσειστον και πάντα τη εαυτού δυνάμει στηρίζει”. Ουδέν κτιστόν έχει εν εαυτώ την αιτίαν της ζω­ής, ούτε δύναται να παραγάγη αυτήν. Εστερημένη η κτίσις του θεϊκού Πνεύ­ματος απονεκρούται. Η συντήρησις του κόσμου είναι έργον του Αγίου Πνεύματος. Τούτο δηλοί κατά τους Πατέρας η Π. Διαθήκη λέγουσα “εξαποστελείς το πνεύμα σου και κτισθήσονται και ανακαινιείς το πρόσωπον της γης… αντανελείς το πνεύμα αυτών και εκλείψουσι και εις τον χουν αυτών επιστρέψουσι” και “τω λόγω του Κυρίου οι ουρανοί εστερεώθησαν και τω πνεύματι αυτού πάσα η δύναμις αυτών”. Ονομάζεται διά τούτο συνδημιουργόν και ισουργόν του υποστήσαντος κατ’ αρχήν την κτίσιν Θεού.

Η επί των στοιχείων της φύσεως δράσις του Πνεύματος καταφαίνεται άριστα εις την λατρείαν της Εκκλησίας, εν τη οποία όλα τα δημιουργήμα­τα εμφανίζονται ως δυνάμενα να δεχθούν τον αγιασμόν του Αγίου Πνεύ­ματος, και να κατευθυνθή ούτω η λειτουργία αυτών εις επιθυμητούς στό­χους. Υπενθυμίζομεν ακόμη την εν τοις μυστηρίοις μεταβολήν, μεταποίησιν των στοιχείων τη δυνάμει του Πνεύματος και την τελικήν του κόσμου ανακαίνισιν και αφθαρτοποίησιν των ανθρωπίνων σωμάτων, ίνα καταδειχθή ευκρινέστερον η κοσμικών διαστάσεων δράσις του Πνεύματος. Το ενοικούν εν ανθρώποις Πνεύμα θα ζωοποιήση τα νεκρά σώματα κατά την ανάστασιν, ως λέγει ο Παύλος, και ως προείδεν ο Ιεζεκιήλ εν τω οράματι αυτού, κατά το οποίον τα οστά τα γυμνά και ξηρά ζωοποιούνται υπό του Πνεύμα­τος. Η συστενάζουσα και συνωδίνουσα τω ανθρώπω κτίσις θα ελευθερωθή και αύτη της φθοράς και του θανάτου ακολουθούσα τον άνθρωπον, η ιστο­ρία του οποίου προσδιορίζει και την ιδικήν της.

Πηγή: Πρωτοπρεσβύτερος  Θεόδωρος Ζήσης